- τεθριπποτροφος
- τεθριπποτρόφοςτεθριππο-τρόφος2держащий четверку лошадей
(οἰκία Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἰκία Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τεθριπποτρόφος — keeping a team of four horses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθριπποτρόφος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει ή μπορεί να θρέψει τέσσερα άλογα για το άρμα του 2. (κατ επέκτ.) εύπορος, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. προβατο τρόφος] … Dictionary of Greek
τεθριπποτρόφου — τεθριπποτρόφος keeping a team of four horses masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθριπποτρόφων — τεθριπποτρόφος keeping a team of four horses masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθριπποτροφώ — έω Α [τεθριπποτρόφος] εκτρέφω τέσσερα άλογα για το άρμα μου … Dictionary of Greek